ὄστρεα

ὄστρεα
ὄστρεον
oyster
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οστρέα — η ζωολ. το στρείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostrea < λατ. ostrea «στρείδι» < όστρεον (βλ. λ. όστρακο)] …   Dictionary of Greek

  • ὄστρε' — ὄστρεα , ὄστρεον oyster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • όστρεο — το (Α ὄστρεον και ὄστρειον) το στρείδι νεοελλ. στον πληθ. τα όστρεα γενική ονομασία για τα εδώδιμα είδη τού γένους Οστρέα αρχ. 1. (γενικά) το γένος τών οστρακοδέρμων («ἄλλο δὲ γένος... τὸ τῶν ὀστρακοδέρμων, ὅ καλεῑται ὄστρεον», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίζω — (Α) [θάλασσα] έχω τη γεύση θαλασσινού νερού («θαλασσίζοντα ὄστρεα»)· …   Dictionary of Greek

  • λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • οστρεοτροφείο — το οστρεοκομείο, δηλ. χώρος όπου εκτρέφονται όστρεα για πολλαπλασιασμό και βελτίωση τού είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τροφείο (< τρόφος < τρέφω). Η λ., στον λόγιο τ. ὀστρεοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στον Δ. Σταματιάδη,… …   Dictionary of Greek

  • προεκζέω — Α βράζω κάτι προηγουμένως («εἴ τις τὰ ὄστρεα προεκζέσας ὀπτὰ ποιήσει», Ρούφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκζέω «βράζω»] …   Dictionary of Greek

  • στρεοκομεί — το θαλάσσια περιοχή όπου εκτρέφονται όστρεα για εμπορική εκμετάλλευση, αλλ. οστρεοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”